- αστόχημα
- τό1) промах (при стрельбе); 2) неудача, провал; 3) см. αστοχία 3
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀστόχημα — failure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστόχημα — το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ] η αποτυχία, το σφάλμα … Dictionary of Greek
ἀστοχημάτων — ἀστόχημα failure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήμασιν — ἀστόχημα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματα — ἀστόχημα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματι — ἀστόχημα failure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη … Dictionary of Greek
ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη … Dictionary of Greek